- νεοθανής
- νεο-θανής, ές, neuerdings, eben erst gestorben
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
νεοθανής — νεοθανής, ές (ΑΜ) αυτός που πέθανε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + θανής (< θ. θαν τού θάνατος), πρβλ. αρτι θανής] … Dictionary of Greek
νεοθανής — just dead masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοθανές — νεοθανής just dead masc/fem voc sg νεοθανής just dead neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοθανοῦς — νεοθανής just dead masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… … Dictionary of Greek
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek